- κατακλύζεται
- κατακλύζωdelugepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… … Dictionary of Greek
CARIA Portus in Thracia — CARIA Portus in Thraciâ Mela, l. 2. c. 2. Portus ipse Καρῶν λιμην` vocabatur, sed vero regio circumsita Caria. Testantur hoc Arrianus, et Anonymus, de Ponto Euxino; quamvis apud posteriorem perperam legitur κατακλύζεται, pro Κκρίᾳ κλύζεται. Notum … Hofmann J. Lexicon universale
Προβηγκία — (Provence). Ιστορική περιοχή της νοτιοανατολικής Γαλλίας και αρχαία επαρχία του βασιλείου πριν από τη Γαλλική επανάσταση. Σήμερα διαιρείται στους νομούς Μπους ντι Ρον, Βαρ, Άλπεων της Άνω Π., Παραθαλάσσιων Άλπεων και περιλαμβάνει μεγάλο τμήμα του … Dictionary of Greek
Τιβέριος — I (Tiberius). Όνομα 2 Ρωμαίων αυτοκρατόρων. 1. Ιούλιος Καίσαρ (Ρώμη 42 π.Χ. – Μισένο 37 μ.Χ.). Απόγονος της αριστοκρατικής οικογένειας των Κλαυδίων, μπήκε νεότατος στη δημόσια ζωή και μετά τον γάμο της μητέρας του Λιβίας με τον Αύγουστο έγινε… … Dictionary of Greek
αλίκλυστος — ἁλίκλυστος, ον (Α) 1. αυτός που κατακλύζεται από τη θάλασσα, ο θαλασσόδαρτος 2. αυτός που σηκώνει ψηλά κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + κλύζω, «περιβρέχω, ορμώ και σκεπάζω με κύματα»] … Dictionary of Greek
αλιμυρής — ἁλιμυρής, ές (Α) 1. ο αλιμυρήεις* 2. αλμυρός 3. αυτός που περιβρέχεται, που κατακλύζεται από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (<ἃλς) + μύρω «στάζω, σταλάζω, ρέω»] … Dictionary of Greek
αμπελολάσι — το πληθώρα αμπελιών, τόπος που κατακλύζεται από αμπέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + παραγ. κατάλ. λάσι*] … Dictionary of Greek
αμφίκλυστος — ἀμφίκλυστος, ον (Α) [ἀμφικλύζω] αυτός που κατακλύζεται από νερά κι από τις δύο πλευρές ή που βρέχεται από παντού … Dictionary of Greek
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek